βεδούρα

βεδούρα
βεδούρα, η και βεδούρι, το
(λ. σλαβ.), μικρός ξύλινος κάδος μέσα στο οποίο πήζουν το γιαούρτι, το καρδάρι: Στα παλιά τα χρόνια η βεδούρα κρεμόταν από το ταβάνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βεδούρα — και βιδούρα, η 1. ξύλινο δοχείο για γάλα ή γιαούρτι 2. ξύλινο σκεύος για τη μεταφορά φαγητού 3. μέτρο δημητριακών 4. φρ. «άπλυτη βεδούρα» χοντρή ακάθαρτη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του ουσ. βεδούρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”