- βεδούρα
- βεδούρα, η και βεδούρι, το(λ. σλαβ.), μικρός ξύλινος κάδος μέσα στο οποίο πήζουν το γιαούρτι, το καρδάρι: Στα παλιά τα χρόνια η βεδούρα κρεμόταν από το ταβάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.